κλωστοϋφαντικός

κλωστοϋφαντικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην τέχνη τής κατασκευής νημάτων και υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλωστοϋφαντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη ή βιομηχανία της κλώσης και της ύφανσης συνάμα. 2. το θηλ., κλωστοϋφαντική ως ουσ., η τέχνη και η βιομηχανία κατασκευής νημάτων και υφασμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”